- στίβα
- η, Νβλ. στοίβα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στοίβα — και στίβα, η, Ν 1. σωρός από ομοειδή πράγματα τοποθετημένα με τάξη το ένα πάνω στο άλλο ή ριγμένα άτακτα κάπου (α. «έκανε στοίβα τα ξύλα» β. «μια στοίβα ρούχα») 2. το σύνολο τών βαρελιών αποθήκης κρασιών ή οινοπωλείου 3. (ως επίρρ.) στοίβα σε… … Dictionary of Greek